περιδιάβασμα

περιδιάβασμα
το, Ν [περιδιαβάζω]
1. περιδιάβαση
2. βιολ. το φυτό πύρεθρο το παρθένιο, κν. βασκαντήρα, παρθενούδι, βάρτσαμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιδιάβασμα — το περίπατος, βόλτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιδιάβαση — η / περιδιάβασις, άσεως, ΝΜ 1. περίπατος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό αλλά για προσωπική ευχαρίστηση και ψυχαγωγία, σεργιάνι, περιδιάβασμα 2. ψυχαγωγία, διασκέδαση 3. χλευασμός, εμπαιγμός, περιγέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιδιαβάζω. Η λ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”